"Δανειζόμενη Εταιρία" & "Δανείζουσα Εταιρία" "Lessee" & "Lessor"

Creator:
Language pair:Greek to English
Definition / notes:Σε συμβόλαιο, για δανεισμό υπαλλήλων από μία εταιρία σε μία άλλη
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search